τορπιλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /toɾ.pi.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τορ‐πι‐λι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τορπιλισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τορπιλίζω
- (κυριολεκτικά) η ρίψη τορπίλης και η συνακόλουθη ανατίναξη του στόχου
- ↪ Ο τορπιλισμός της «Έλλης» το δεκαπενταύγουστο του 1940 από ιταλικό υποβρύχιo, στην Τήνο.
- (μεταφορικά) η ματαίωση κάποιας ενέργειας ή έργου εξαιτίας ύπουλων δράσεων
- (κυριολεκτικά) η ρίψη τορπίλης και η συνακόλουθη ανατίναξη του στόχου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τορπίλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τορπιλισμός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τορπιλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας