τοτέμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοτέμ < αγγλική ή γαλλική totem < λέξη ινδιάνικων φυλών του Καναδά: (o)doodem(an)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοτέμ ουδέτερο άκλιτο
- φυσικό αντικείμενο ή πλάσμα της φύσης που θεωρείται ιερό και χρησιμοποιείται σαν έμβλημα φυλής
- (ειδικότερα) είδωλο κατασκευασμένο να μοιάζει με αυτό το αντικείμενο ή πλάσμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
τοτέμ στη Βικιπαίδεια