τουζλούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουζλούκι | τα | τουζλούκια |
γενική | του | τουζλουκιού | των | τουζλουκιών |
αιτιατική | το | τουζλούκι | τα | τουζλούκια |
κλητική | τουζλούκι | τουζλούκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουζλούκι ουδέτερο
- προστατευτικό κάλυμμα που καλύπτει τη κνήμη από το πάνω μέρος του υποδύματος έως το γόνατο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουζλούκι
|