τουλούμι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουλούμι | τα | τουλούμια |
γενική | του | τουλουμιού | των | τουλουμιών |
αιτιατική | το | τουλούμι | τα | τουλούμια |
κλητική | τουλούμι | τουλούμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουλούμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tulum + -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουλούμι ουδέτερο
- ασκί από δέρμα
- (ειδικότερα) δερμάτινο ασκί για τυρί
- (ειδικότερα) η γκάιντα ή τσαμπούνα
Παράγωγα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρέχει με το τουλούμι