τουμπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουμπάρω < τούμπα + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

τουμπάρω

  1. (αμετάβατο) αναποδογυρίζω μετά από τούμπα
  2. (μεταβατικό) πείθω κάποιον, του αλλάζω την αρχική του γνώμη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]