τουμπίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουμπίτσα οι τουμπίτσες
      γενική της τουμπίτσας
    αιτιατική την τουμπίτσα τις τουμπίτσες
     κλητική τουμπίτσα τουμπίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουμπίτσα < τούμπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουμπίτσα θηλυκό

  1. μικρή τούμπα
    Πρόσεξε μη φας καμιά τουμπίτσα με τα τροχοπέδιλά σου!
    Άρπαξε μια τουμπίτσα με το μοτοποδήλατό του.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]