τουνίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουνίκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tunique (θηλυκό) < λατινική tunica
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουνίκ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) φαρδύ, άνετο και ριχτό γυναικείο ρούχο, με μανίκια ή αμάνικο και με διάφορα μήκη που φτάνουν από τους γοφούς μέχρι τους αστραγάλους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χιτώνας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Tunic στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τουνίκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)