Μετάβαση στο περιεχόμενο

τουνίκ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουνίκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tunique (θηλυκό) < λατινική tunica

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τουνίκ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Tunic στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]