τουρίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρίστρια /tu.'ɾi.stɾia/ θηλυκό (πληθυντικός : τουρίστριες)
- η γυναίκα που ταξιδεύει για ευχαρίστηση ή διακοπές κι όχι για δουλειά
- η περιηγήτρια, η ταξιδεύτρια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
αλλά και