τουριστριούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουριστριούλα | οι | τουριστριούλες |
γενική | της | τουριστριούλας | — | |
αιτιατική | την | τουριστριούλα | τις | τουριστριούλες |
κλητική | τουριστριούλα | τουριστριούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουριστριούλα < τουρίστρια + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουριστριούλα θηλυκό
- νεαρή τουρίστρια
- ※ Είχαμε και μια ελπίδα να γνωρίσουμε [στις διακοπές] και καμιά τουριστριούλα, αλλά τελικά δεν καταφέραμε και πολλά. Εγώ δηλαδή, γιατί ο Κώστας ήταν πιο «μπασμένος» στα ερωτικά, είχε και ένα λέγειν, ήταν γενικά «πέφτουλας», που λένε σήμερα τα παιδιά, καμάκι το λέγαμε εμείς τότε.
- Γιάννης Παππάς, «Δροσερά καλοκαίρια, μιας δροσερής εποχής», avgi.gr (28 Αυγούστου 2017)· πρόσβαση: 2022-07-30.
- ※ Είχαμε και μια ελπίδα να γνωρίσουμε [στις διακοπές] και καμιά τουριστριούλα, αλλά τελικά δεν καταφέραμε και πολλά. Εγώ δηλαδή, γιατί ο Κώστας ήταν πιο «μπασμένος» στα ερωτικά, είχε και ένα λέγειν, ήταν γενικά «πέφτουλας», που λένε σήμερα τα παιδιά, καμάκι το λέγαμε εμείς τότε.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουριστριούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)