τουρκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]τουρκικός -ή, -ό
- ο σχετικός με την Τουρκία και τους Τούρκους
- ※ Τουρκική εισχώρηση στην χερσόνησο των Βαλκανίων αποκαλείται από πολλούς το ενδιαφέρον της Άγκυρας για χώρες σαν την Αλβανία
- «Στην Αλβανία ο Ερντογάν για μπίζνες και…κοινωφελές έργο»@kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18.
- ※ Τουρκική εισχώρηση στην χερσόνησο των Βαλκανίων αποκαλείται από πολλούς το ενδιαφέρον της Άγκυρας για χώρες σαν την Αλβανία