τουρκομάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρκομάχος < Τούρκ(ος) + -ο- + -μάχος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tuɾ.koˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τουρ‐κο‐μά‐χος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκομάχος οι τουρκομάχοι
      γενική του τουρκομάχου των τουρκομάχων
    αιτιατική τον τουρκομάχο τους τουρκομάχους
     κλητική τουρκομάχε τουρκομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τουρκομάχος αρσενικό

Επίθετο[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

τουρκομάχος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]