τουρκομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tuɾ.koˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τουρ‐κο‐μά‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρκομάχος αρσενικό
- (λόγιο, παρωχημένο) αυτός που πολεμά Τούρκους, κυρίως στην Ελληνική Επανάσταση του 1821
- ※ Κάστρα ολέθρου, βράχοι μακεδονίτες, / άπαρτο κάθε πέτρα μετερίζι· / μα οι τουρκομάχοι, πετροκαταλύτες. (Κωστής Παλαμάς, Η πολιτεία και η μοναξιά, 1912)
Επίθετο[επεξεργασία]
τουρκομάχος
- (λόγιο, παρωχημένο) χαρακτηρισμός κάποιου που πολεμά με Τούρκους
- ※ Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δύσκολον πολὺ δὲν τοῦ ἐφάνη… / εἰς τὴν πατρίδα ἔχαιρεν ὑπόληψιν μεγάλην, / καθόσον ἦτο γέννημα ἑνὸς ἀρχιτσοπάνη, / διακριθέντος ἄλλοτε στὴν Τουρκομάχον πάλην. (Γεώργιος Σουρής, Ο κύριος Πετσωματάς, 1886)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουρκομάχος
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μάχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)