τουρκομερίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουρκομερίτης αρσενικό (θηλυκό τουρκομερίτισσα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τουρκομερίτικος
- τουρκομερίτισσα
- → δείτε τις λέξεις Τούρκος και μέρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τουρκομερίτης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τουρκομερίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Χ. Σακελλαρίου, Νέο Λεξικό της Δημοτικής, εκδ. Σιδέρης, π. 1978
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)