τουρκομερίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκομερίτης οι τουρκομερίτες
      γενική του τουρκομερίτη των τουρκομεριτών
    αιτιατική τον τουρκομερίτη τους τουρκομερίτες
     κλητική τουρκομερίτη τουρκομερίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουρκομερίτης < Τούρκος + -ο- + μέρος + -ίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τουρκομερίτης αρσενικό (θηλυκό τουρκομερίτισσα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]