τουρκουάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρκουάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική turquoise

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρκουάζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]