τουρκόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρκόπουλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρκόπουλο ουδέτερο
- (οικείο) ο μικρός Τούρκος
- ※ Το παιδί του στάβλου ήταν Τουρκόπουλο, εξόριστη η μάνα του, κρεμασμένος ο πατέρας του από τον Κεμάλ, μεγάλωσε στο σπίτι μας. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουρκόπουλο
|