τουρκόπουλοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τουρκόπουλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρκόπουλοι < Τούρκος + -πουλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρκόπουλοι αρσενικό μεσαιωνικά ελληνικά πληθυντικός

  1. (ιστορία) μισθοφόροι των Βυζαντινών που ήταν παιδιά από μητέρες χριστιανές και πατεράδες Τούρκους, μουσουλμάνους[1]
  2. (κυπριακά) Κύπριοι, τουρκικής ή αραβικής καταγωγής, που υπηρετούσαν σε μονάδες ελαφρού ιππικού τους Λατίνους σταυροφόρους την εποχή της φραγκοκρατίας στο νησί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2811.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρκόπουλοι < ενικός τουρκόπουλος < Τοῦρκος + -όπουλος λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρκόπουλοι θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]