τουρλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρλού < (άμεσο δάνειο) τουρκική türlü
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρλού ουδέτερο άκλιτο
- είδος λαδερού φαγητού (φούρνου ή κατσαρόλας), παρόμοιο με το μπριάμ, με κύρια συστατικά για την παρασκευή του διάφορα μεσογειακά, καλοκαιρινά λαχανικά όπως μελιτζάνες, κολοκύθια κλπ.
- (μεταφορικά) κάτι που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ομοιομορφίας, την κυριαρχία ετερόκλητων στοιχείων, την ανομοιομορφία και την ποικιλομορφία
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τουρλού-τουρλού: διάφορα είδη αντικειμένων ή ατόμων ανακατεμένων μεταξύ τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουρλού
|