τουρλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρλού < (άμεσο δάνειο) τουρκική türlü

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρλού ουδέτερο άκλιτο

  1. είδος λαδερού φαγητού (φούρνου ή κατσαρόλας), παρόμοιο με το μπριάμ, με κύρια συστατικά για την παρασκευή του διάφορα μεσογειακά, καλοκαιρινά λαχανικά όπως μελιτζάνες, κολοκύθια κλπ.
  2. (μεταφορικά) κάτι που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ομοιομορφίας, την κυριαρχία ετερόκλητων στοιχείων, την ανομοιομορφία και την ποικιλομορφία

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τουρλού-τουρλού: διάφορα είδη αντικειμένων ή ατόμων ανακατεμένων μεταξύ τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]