τουρνέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρνέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tournée[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρνέ θηλυκό άκλιτο
- καλλιτεχνική περιοδεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ τουρνέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας