τουρνικέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουρνικέ < γαλλική tourniquet
σειρά από τουρνικέ σε σταθμό
αντίγραφο ενός από τα πρώτα τουρνικέ, που χρησιμοποιήθηκε το 1674, κατά τον Γαλλο-Ολλανδικό Πόλεμο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουρνικέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία) συσκευή που περιστρέφεται από μια δύναμη αντίδρασης
  2. περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά
  3. (ιατρική) αιμοστατικό εξάρτημα, για περίδεση μελών του σώματος ώστε να μειωθεί στο έπακρο η ροή του αίματος.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]