τουτέστι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουτέστι < ελληνιστική κοινή τουτέστι < τοῦτʼ ἔστι
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
τουτέστι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουτέστι
|