τουφέκι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τουφέκι | τουφέκια |
γενική | τουφεκιού | τουφεκιών |
αιτιατική | τουφέκι | τουφέκια |
κλητική | τουφέκι | τουφέκια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουφέκι ουδέτερο
- (οπλισμός) φορητό πυροβόλο όπλο με στενόμακρη κάννη
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
τουφέκι στη Βικιπαίδεια