τουφέκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τουφέκι | τα | τουφέκια |
| γενική | του | τουφεκιού | των | τουφεκιών |
| αιτιατική | το | τουφέκι | τα | τουφέκια |
| κλητική | τουφέκι | τουφέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουφέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tüfek < περσική تفنگ (tufak)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουφέκι ουδέτερο
- (οπλισμός) φορητό πυροβόλο όπλο με στενόμακρη κάννη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
τουφέκι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)