του κάκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
του κάκου
- (προφορικό) χωρίς τελικά να υπάρχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, μάταια, εις μάτην
- Όλο το βράδυ πάσχιζε να βρει μια λύση. Του κάκου!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
του κάκου
→ δείτε τη λέξη: μάταια |