τούρλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούρλα οι τούρλες
      γενική της τούρλας
    αιτιατική την τούρλα τις τούρλες
     κλητική τούρλα τούρλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τούρλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τούρλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρούλλα, τροῦλλα (κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο) με μετάθεση του ρο [ɾ] < λατινική trulla [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τούρλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τούρλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρούλλα, τροῦλλα (κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο) με μετάθεση του ρο [ɾ] < λατινική trulla [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τούρλα θηλυκό

  • τούρλα, κάτι σφαιρικό σαν τρούλος

Αναφορές

[επεξεργασία]