τούς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
τούς
- αδύνατος τύπος της προσωπική αντωνυμίας αυτός, στην αιτιατική του πληθυντικού του αρσενικού γένους
- Ο πατέρας τούς έδωσε την ευχή του (=έδωσε σ' αυτούς)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Άρθρο[επεξεργασία]
τούς αρσενικό
- το θηλυκό οριστικό άρθρο στην αιτιατική του πληθυντικού
Κλίση[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ὁ