τούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τοῦτο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

τούτο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τούτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τούτος