Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από τοῖν)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: O, o, Ο, ο,

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

< κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *, *séh₂, *tód

Άρθρο[επεξεργασία]

αρσενικό

Κλίση[επεξεργασία]

η κλίση του άρθρου
Όταν ακολουθεί όνομα, η οξεία γίνεται βαρεία. • Σημειώνεται η προσωδία του α εκεί που είναι μακρό.
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο όλα τα γένη θηλυκό (σπάνια)
ονομαστική τό οἱ αἱ τά τώ (ᾱ) τά
γενική τοῦ τῆς τοῦ τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς (ᾱ) τά τώ (ᾱ) τά
Παράρτημα:Γραμματική: το άρθρο
δωρική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντοντα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό τοί ταί τά τώ (ᾱ) τά
γενική τῶ τᾶς τῶ τῶν τᾶν τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τᾷ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τάν τό τώς τάς τά τώ (ᾱ) τά
Κατηγορία:Δωρική διάλεκτος
επική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντοντα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό οἱ / τοί αἱ / ταί τά τώ τώ / (ᾱ) τά
γενική τοῦ / τοῖο τῆς τοῦ / τοῖο τῶν τῶν / τάων τῶν τοῖιν τοῖιν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς / τοῖσι(ν) τῇς / τῇσι(ν) τοῖς / τοῖσι(ν) τοῖιν τοῖιν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς τά τώ τώ / (ᾱ) τά
Κατηγορία:Επικοί τύποι

Πηγές[επεξεργασία]