το ίδιο κάνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

το ίδιο κάνει < → δείτε τη λέξη το, ίδιο (ουδέτερο του ίδιος) και κάνει (τρίτο πρόσωπο ενικού του κάνω)

Έκφραση[επεξεργασία]

το ίδιο κάνει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]