το βάζω στα πόδια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

το βάζω στα πόδια < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

το βάζω στα πόδια

  • τρέχω να ξεφύγω από μια απειλή και γενικά από φόβο
    έκαναν τη σκανδαλιά τους και μετά το έβαλαν στα πόδια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • κλίνεται μόνο το ρήμα
    • το βάλαμε στα πόδια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]