τράβηγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τράβηγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τραβώ
- έλξη
- μετακίνηση
- σύρσιμο
- τέντωμα
- άντληση
- απορρόφηση
- (τυπογραφία) η αποτύπωση σε χαρτί ή άλλο μέσο από την τυπογραφική πλάκα
- (στον πληθυντικό: τραβήγματα) άσχημες υποθέσεις, μπλεξίματα