τράνζιτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τράνζιτο <αγγλ. transit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τράνζιτο ουδέτερο

  1. Η μεταφορά εμπορευμάτων από ένα μέρος σε άλλο διαμέσου ενός σταθμού χωρίς την καταβολή τελωνειακών δασμών και μετά από σύντομη παραμονή σε αυτόν.
  2. Ο χωρίς τελωνειακό έλεγχο (για επιβάτες ή εμπορεύματα που περνούν από μια χώρα).
  3. μτφ. Η γρήγορη διέλευση.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]