Μετάβαση στο περιεχόμενο

τράχηλος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τράχηλος οι τράχηλοι
      γενική του τραχήλου
& τράχηλου
των τραχήλων
    αιτιατική τον τράχηλο τους τραχήλους
& τράχηλους
     κλητική τράχηλε τράχηλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τράχηλος < αρχαία ελληνική τράχηλος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τράχηλος αρσενικό

  1. ο λαιμός
  2. (ιατρική) κάθε τμήμα που μοιάζει με το λαιμό
  3. (ειδικότερα) ο τράχηλος της μήτρας, το κατώτερο μέρος της μήτρας, εκεί που αυτή ενώνεται με τον κόλπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τράχηλος αρσενικό

  • τράχηλος, λαιμός
      ἄν τις βούληται νόμον καινὸν τιθέναι͵ ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων νομοθετεῖ (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 139.7-8)
  • ο ενικός έχει αρσενικό γένος καθώς ο πληθυντικός έχει ουδέτερο γένος

κλιτικοί τύποι: