τρέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρέλα οι τρέλες
      γενική της τρέλας των τρελών
    αιτιατική την τρέλα τις τρέλες
     κλητική τρέλα τρέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρέλα < τρελ(αίνω) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɾe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρέ‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρέλα θηλυκό

  1. (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία διαταράσσεται η πνευματική ισορροπία και η λογική του ανθρώπου
     συνώνυμα: παραφροσύνη, φρενοβλάβεια
  2. η απερίσκεπτη ενέργεια
     συνώνυμα: ανοησία, βλακεία, λωλάδα, λωλαμάρα, παλαβομάρα
  3. (στον πληθυντικό) οι απερισκεψίες
    Σταμάτα να κάνεις τρέλες και λογικέψου!
  4. (μεταφορικά) η ιδιοτροπία
  5. (μεταφορικά) το πάθος
     συνώνυμα: μεράκι, λόξα, ψώνιο
  6. για κάτι που είναι πολύ όμορφο
    Αγόρασα ένα παλτουδάκι, τρέλα.
    δείτε και το #Επίρρημα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

τρέλα

Αναφορές[επεξεργασία]