τρέμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρέμω < αρχαία ελληνική τρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
τρέμω
- εμφανίζω ακούσιες κινήσεις σε διάφορα μέρη του σώματός μου, που οφείλονται σε φυσικά ή παθολογικά αίτια
- Όταν το χέρι τρέμει έντονα και ανεξέλεγκτα όταν το τεντώνουμε για να πιάσουμε κάτι, μπορεί να αποτελεί ένδειξη αταξίας - μίας διαταραχής που μερικές φορές σχετίζεται με την σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση). Άλλα συμπτώματα αταξίας είναι η «μπερδεμένη» ομιλία και η αστάθεια στη βάδιση. (*)
- κινούμαι παλινδρομικά με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση
- Οι κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι η γη τρέμει κάτω από τα πόδια τους, καθώς καθημερινά εκδηλώνονται μικροσεισμοί. (*)
- (για φως ή λάμψη) τρεμοσβήνω
- (για φωνή) εμφανίζω ακούσιες διακυμάνσεις ή διακοπές
- (μεταφορικά) φοβάμαι (και -ενδεχομένως- αγωνιώ)
- Μέσα μου έτρεμα μα δεν τους έκανα το χατίρι να δείξω πανικό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
[επεξεργασία]
- τρεμάμενος
- τρεμοπαίζω
- τρεμοσβήνω
- τρεμόσβηστος
- τρεμοφέγγισμα
- τρεμοφέγγω
- → δείτε τις λέξεις τρεμούλα και τρόμος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τρέμω σαν το ψάρι → βλέπε έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρέμω
|