τρένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρένο τα τρένα
      γενική του τρένου των τρένων
    αιτιατική το τρένο τα τρένα
     κλητική τρένο τρένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ηλεκτρικό τρένο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρένο < (άμεσο δάνειο) ιταλική treno < γαλλική train < traîner (σέρνω) < παλαιά γαλλική traïner < μεσαιωνική λατινική *tragīnāre < *tragere < λατινική trahere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tragʰ- (σχεδιάζω, σύρω, τραβώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρέ‐νο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρένο ουδέτερο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • έχασε το τρένο : έχασε την ευκαιρία
  • μας πάει τρένο : αναγκαζόμαστε να πάμε σιγά σιγά κι ο ένας πίσω από τον άλλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]