τρέπομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέπω

Ρήμα[επεξεργασία]

τρέπομαι

  1. στρέφομαι, αλλάζω κατεύθυνση
  2. μετατρέπομαι σε κάτι

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τρέπομαι σε φυγή: τρέχω από κάπου, υποχωρώ τρέχοντας απ' τη μάχη

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]