τρέσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρέσα οι τρέσες
      γενική της τρέσας των (τρεσών)
    αιτιατική την τρέσα τις τρέσες
     κλητική τρέσα τρέσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρέσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρέσα θηλυκό

  1. διακοσμητική ταινία:
    • για ύφασμα
    • για ξύλινη κατασκευή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]