τρέχον μέτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρέχον μέτρο < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
τρέχον μέτρο ουδέτερο
- μονάδα μέτρησης για εργασίες που, αν και αναφέρονται σε επιφάνειες ή όγκους, υπολογίζονται με βάση τη μία διάσταση
- για τα κάγκελα και τα κουφώματα θα με πληρώσεις με βάση το τρέχον μέτρο και για τους τοίχους με το τετραγωνικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρέχον μέτρο
|