τρέχον μέτρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρέχον μέτρο < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

τρέχον μέτρο ουδέτερο

  1. μονάδα μέτρησης για εργασίες που, αν και αναφέρονται σε επιφάνειες ή όγκους, υπολογίζονται με βάση τη μία διάσταση
    για τα κάγκελα και τα κουφώματα θα με πληρώσεις με βάση το τρέχον μέτρο και για τους τοίχους με το τετραγωνικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]