τρίγλυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρίγλυφος < αρχαία ελληνική τρίγλυφος < τρι- + γλύφω
Επίθετο[επεξεργασία]
τρίγλυφος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει τρεις γλυφές, τρία σκαλίσματα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίγλυφος θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του τρίγλυφο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίγλυφος
|