τρίηχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίηχο < τρι- + ήχος
τρίηχo: εδώ οι τρείς φθόγγοι έχουν συνολική αξία 2/4

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρίηχο ουδέτερο

  • (μουσική) τρεις φθόγγοι ίδιας αξίας ενωμένοι με μία γραμμή, καμπύλη ή αγκύλη, πάνω ή κάτω από αυτές και/ή με τον αριθμό 3, που είναι ίσοι σε αξία με το άθροισμα δύο από αυτών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]