τρίλιζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρίλιζα | οι | τρίλιζες |
γενική | της | τρίλιζας | των | τριλιζών |
αιτιατική | την | τρίλιζα | τις | τρίλιζες |
κλητική | τρίλιζα | τρίλιζες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρίλιζα < (άμεσο δάνειο) ισπανική trilliza, θηλυκό του trillizo (ομάδα τριών πραγμάτων, τριπλέτα) < tri- (< λατινική tres) + mellizo (< παλαιά ισπανική emellizo < δημώδης λατινική *gemellicius < λατινική gemellus < geminus)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.li.za/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίλιζα θηλυκό
- παιχνίδι στη διάρκεια του οποίου κάθε παίχτης μετακινεί πιόνια σε μια τετράγωνη επιφάνεια με γραμμές (ή σχεδιάζει στα τετραγωνάκια που δημιουργούνται κάποιο σχήμα: κύκλο, Χ κ.λπ.), ώστε να σχηματίσει μια τριάδα από (σχήματα ή) πούλια (οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίλιζα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)