τρίλοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίλοβος η τρίλοβη το τρίλοβο
      γενική του τρίλοβου της τρίλοβης του τρίλοβου
    αιτιατική τον τρίλοβο την τρίλοβη το τρίλοβο
     κλητική τρίλοβε τρίλοβη τρίλοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίλοβοι οι τρίλοβες τα τρίλοβα
      γενική των τρίλοβων των τρίλοβων των τρίλοβων
    αιτιατική τους τρίλοβους τις τρίλοβες τα τρίλοβα
     κλητική τρίλοβοι τρίλοβες τρίλοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίλοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρίλοβος
(αρχιτεκτονικός όρος) < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική trilobé[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɾi.lo.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρί‐λο‐βος

Επίθετο[επεξεργασία]

τρίλοβος, -ή, -ό

  1. που διαθέτει τρεις λοβούς
    ※ Οι αίγαγροι που εικονίζονται σε μία τρίλοβη οινοχόη (630 – 610 π. Χ.) από το Μανδράκι επίσης, θυμίζουν την εικονογράφηση των παλαιών σπίρτων του εμπορίου ενώ στη σιδερένια στλεγγίδα (300 – 275 π. Χ) από την ίδια περιοχή, έχει διατηρηθεί στο πίσω μέρος της, μικρό κομμάτι υφάσματος.
    Μαρία Θερμού, Έχουν και τα νησιά της Άγονης Γραμμής τα «ελγίνειά» τους, Το Βήμα, 6 Δεκεμβρίου 2011
  2. (αρχιτεκτονική) κατασκευή με υπέρθυρο σε μορφή αψίδας που διαθέτει τρεις λοβούς
    ※ Εἰς τὴν πρόσοψιν τοῦ προπύλου διαμορ­φώνεται τρίλοβος εἴσοδος, ἐνῷ ἀπὸ τοῦ πλαγίου ἐπικοινωνεῖ τὸ πρόσκτισμα μετὰ τοῦ ἀνακτορι­κοῦ συμπλέγματος διὰ κλίμακος, τῆς ὁποίας ἡ κατασκευὴ εἶναι πιθανῶς σύγχρονος μὲ τὸ πρόπυλον.
    Φώτης Πέτσας, Αρχαιότητες και μνημεία Κεντρικής Μακεδονίας: Ανασκαφαί (Α. Ανακτορικόν σύμπλεγμα Γαλερίου, Β. Ανασκαφή Πανεπιστημιουπόλεως Θεσσαλονίκης, Ανασκαφαί οικοπέδων) (Πίν. 339-359, 362˙ Σχέδ. 1-7), Αρχαιολογικόν Δελτίον, 1966, τόμος 21, Χρονικά/Μέρος Β'2, 331-340.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τρίλοβος τὸ τρίλοβον
      γενική τοῦ/τῆς τριλόβου τοῦ τριλόβου
      δοτική τῷ/τῇ τριλόβ τῷ τριλόβ
    αιτιατική τὸν/τὴν τρίλοβον τὸ τρίλοβον
     κλητική ! τρίλοβε τρίλοβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τρίλοβοι τὰ τρίλοβ
      γενική τῶν τριλόβων τῶν τριλόβων
      δοτική τοῖς/ταῖς τριλόβοις τοῖς τριλόβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριλόβους τὰ τρίλοβ
     κλητική ! τρίλοβοι τρίλοβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριλόβω τὼ τριλόβω
      γεν-δοτ τοῖν τριλόβοιν τοῖν τριλόβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίλοβος < τρί- + λοβός

Επίθετο[επεξεργασία]

τρίλοβος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]