τρίμετρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τρῐμετρο- | |||||
ονομαστική | τὸ | τρίμετρον | τὰ | τρίμετρᾰ | |
γενική | τοῦ | τριμέτρου | τῶν | τριμέτρων | |
δοτική | τῷ | τριμέτρῳ | τοῖς | τριμέτροις | |
αιτιατική | τὸ | τρίμετρον | τὰ | τρίμετρᾰ | |
κλητική ὦ! | τρίμετρον | τρίμετρᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριμέτρω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τριμέτροιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- τρίμετρον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίμετρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίμετρον, -ου ουδέτερο
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- τρίμετρον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τρίμετρον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίμετρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίμετρος
Πηγές[επεξεργασία]
- τρίμετρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρίμετρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετρική (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)