τρίπλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τριπλά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίπλα < ντρίμπλα < αγγλική dribble

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρίπλα θηλυκό

  • (ομαδικά αθλήματα) κίνηση με την οποία ο αθλητής μπερδεύει και αποφεύγει τον αντίπαλο διατηρώντας τη μπάλα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]