Μετάβαση στο περιεχόμενο

τρίπτης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρίπτης οἱ τρῖπται
      γενική τοῦ τρίπτου τῶν τριπτῶν
      δοτική τῷ τρίπτ τοῖς τρίπταις
    αιτιατική τὸν τρίπτην τοὺς τρίπτᾱς
     κλητική ! τρῖπτ τρῖπται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρίπτ
γεν-δοτ τοῖν  τρίπταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρίπτης < τρίβω με θέμα τριπ- + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρίπτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (επάγγελμα) ο υπηρέτης των λουτρών που τρίβει τους λουόμενους
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 40.1
    μύρῳ δὲ χρωμένους ἰέναι πρὸς ἄλειμμα καὶ λουτρὸν ὅσῳ ‹πρότερον› οὐδ᾽ ἐλαίῳ, τρίπτας δὲ καὶ κατευναστὰς περιαγομένους,
    πήγαιναν για άλειμμα και για λουτρό χρησιμοποιώντας τόσο πολύ μύρο όσο προηγουμένως ούτε λάδι δεν είχαν. (Έβλεπε ότι) περιστοιχίζονταν από υπηρετικό προσωπικό για τρίψιμο και χαλάρωση.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greeklanguage.gr