τρίστρατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίστρατο ουδέτερο
- σημείο συνάντησης τριών δρόμων
- ※ Στο τρίστρατο απ’ τη Βασιλίσσης Σοφίας για την Αμαλίας και την Πανεπιστημίου δεν έπεφτε καρφίτσα. (Τάσος Αθανασιάδης (1984) Οι τελευταίοι εγγονοί [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίστρατο
|