τρίχας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρίχας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρίχας αρσενικό

  1. (μειωτικό) χαρακτηρισμός ατόμου που δεν θεωρούμε αξιόλογο
  2. ο ψείρας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τρίχας θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τρίχας θηλυκό