τρίωρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τριώριον, τριώραιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίωρον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίωρος - δείτε και το ελληνιστικό τριώριον.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρίωρον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τρίωρον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίωρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίωρος

Πηγές[επεξεργασία]