Μετάβαση στο περιεχόμενο

τραΐ

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραΐ τα τραγιά
      γενική του τραγιού των τραγιών
    αιτιατική το τραΐ τα τραγιά
     κλητική τραΐ τραγιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «φαΐ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραΐ < μεσαιωνική ελληνική τραγί(ν)[1] / τραγίον < αρχαία ελληνική τράγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραΐ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. τραγίον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  • τραγί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • τραΐ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)