τραβέρσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραβέρσα | οι | τραβέρσες |
γενική | της | τραβέρσας | των | (τραβερσών) |
αιτιατική | την | τραβέρσα | τις | τραβέρσες |
κλητική | τραβέρσα | τραβέρσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραβέρσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική traversa
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραβέρσα θηλυκό
- δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές
- (ειδικότερα) το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο
- (γενικότερα) ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
- λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο υφαντό ή πλεκτό που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραβέρσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)