τραβερσάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραβερσάδα οι τραβερσάδες
      γενική της τραβερσάδας
    αιτιατική την τραβερσάδα τις τραβερσάδες
     κλητική τραβερσάδα τραβερσάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραβερσάδα < (άμεσο δάνειο) ιταλική traversata < traversare < υστερολατινική transversare < λατινική transversus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος transverto < trans + verto

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾa.veɾˈsa.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραβερσάδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]