τραγέλαφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγέλαφος οι τραγέλαφοι
      γενική του τραγέλαφου των τραγέλαφων
    αιτιατική τον τραγέλαφο τους τραγέλαφους
     κλητική τραγέλαφε τραγέλαφοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγέλαφος < αρχαία ελληνική τραγέλαφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραγέλαφος αρσενικό

  1. μυθικό ζώο
  2. κάτι που είναι αφύσικο αλλά και γελοίο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγέλαφος < τράγος + ἔλαφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραγέλαφος αρσενικό
  1. μυθικό ζώο
  2. (μεταφορικά) ανύπαρκτο ζώο, άνθρωπος ή αντικείμενο